- υπεραττικος
- ὑπεραττικόςὑπερ-αττικός3сверхаттический Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπεραττικός — ή, όν, Α [ἀττικός] αυτός που μιμείται με επιτηδευμένη υπερβολή την αττική διάλεκτο. επίρρ... ὑπερατικῶς Α με υπέρμετρη μίμηση τού αττικού λόγου … Dictionary of Greek
ὑπεραττικῶς — ὑπεραττικός excessively Attic adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)